- ότλος
- ὄτλος, ὁ (Α)πάθημα, συμφορά, κακοπάθεια («ἅπαντα πανδοκοῡσα παιδείας ὄτλον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τλ- τής δισύλλαβης ρίζας *τελα- (πρβλ. ταλάσσαι, τελαμών, τάλας, τλήμων) με προθεματικό φωνήεν ὀ- (βλ. λ. τλω)].
Dictionary of Greek. 2013.